οικοδομούμαι

οικοδομούμαι
οικοδομούμαι, οικοδομήθηκα, οικοδομημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἰκοδομοῦμαι — οἰκοδομέω build a house pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικοδομώ — έω, Α [οἰκοδομῶ] 1. οιδοδομώ συγχρόνως 2. τειχίζω, αποκλείω με τείχος 3. παθ. συνοικοδομοῡμαι, έομαι α) οικοδομούμαι εντελώς β) οικοδομούμαι μαζί με κάτι άλλο («συνωκοδομοῡντο οἱ κίονες τοῡς τοίχοις», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • созидаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. οἰκοδομοῦμαι, δομέομαι) собираюсь с духом,… …   Словарь церковнославянского языка

  • строю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. οἰκοδομοῦμαι) устраиваю, привожу в порядок. … …   Словарь церковнославянского языка

  • οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • προσανοικοδομούμαι — έομαι, Α [ἀνοικοδομοῡμαι] 1. οικοδομούμαι επιπροσθέτως ή προστίθεμαι κάπου ως οικοδόμημα ή ως πρόδομος 2. μτφ. προστίθεμαι κάπου ως αντιστάθμισμα («ἐλεημοσύνη γὰρ πατρὸς οὐκ ἐπιλησθήσεται καὶ ἀντὶ ἁμαρτιῶν προσανοικοδομηθήσεταί σοι», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • υπερδομούμαι — έομαι, Α οικοδομούμαι πιο πάνω από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δομοῦμαι (< δομος < δόμος < δέμω «χτίζω»), πρβλ. ἀναδομοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • υπεροικοδομώ — έω, Α [οἰκοδομῶ] (κυρίως το παθ.) ὑπεροικοδομοῡμαι, έομαι οικοδομούμαι πάνω από κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”